Αντιμετώπιση διαταραχής συμπεριφοράς στην περίπτωση ΔΕΠ - Υ
Οι σύγχρονες απόψεις για την ερμηνεία της συμπεριφοράς θεωρούν τη διαταραχή της συμπεριφοράς ως ένα πολύπλοκο σύστημα αλληλεπιδράσεων, τόσο ενδογενών γενετικών χαρακτηριστικών προδιάθεσης όσο και εξωγενών κοινωνικό - πολιτιστικών παραγόντων και γνωστικών δεξιοτήτων (Sameroff & Fiese, 2000). Συνεπώς, μια προβληματική συμπεριφορά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια μονοδιάστατη παρέμβαση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες και, κυρίως, το ρόλο του πλαισίου που εκδηλώνεται η συμπεριφορά αυτή (Κουρκούτας, 2006).
Για την καλύτερη αντιμετώπιση της διαταραχής συμπεριφοράς, με ΔΕΠ - Υ, με μακρόχρονη προοπτική, θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα εξατομικευμένο, ολιστικό πρόγραμμα. Ο στόχος είναι η πολύπλευρη διαχείριση των δυσκολιών του παιδιού και του περιβάλλοντός του, επειδή οι ολιστικές προσεγγίσεις παρέμβασης θεωρούνται οι πιο κατάλληλες για αποτελέσματα σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο σε ατομικό όσο και σε σχολικο - οικογενειακό επίπεδο (Kourkoutas & Xavier Raul, 2010; Fraser, 2004; Young, 2004; Atkins et al., 2001).
Ένα τέτοιο πρόγραμμα αντιμετώπισης θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ένα συνδυασμό θεραπευτικών προσεγγίσεων, όπως ψυχοδυναμικές, γνωστικές και συμπεριφορικές τεχνικές, οι οποίες θα δρουν αλληλοσυμπληρωματικά (Κουρκούτας, 2011˙ 2007). Οι παρεμβάσεις αυτές, συνήθως, οδηγούν στην τροποποίηση της συμπεριφοράς, μέσα από ψυχολογική υποστήριξη και εκμάθηση νέων γνωστικών σχημάτων (Zins et al., 2004; Kauffman, 2001; Webster & Stratton, 1999).
Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να εμπεριέχει ατομική ψυχοθεραπεία για το μαθητή, συμβουλευτική για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς και παρεμβάσεις αποκατάστασης των δυσκολιών στο σχολείο (Κουρκούτας & Γεωργιάδης, 2011). Εξάλλου, αρκετές έρευνες (Mc Mahon & Kotler, 2006; Fantuzzo et al., 2004) έχουν δείξει πως είναι απαραίτητη η θεραπευτική εργασία σε οικογενειακό επίπεδο, αφού, πολλές φορές, οι προβληματικές συμπεριφορές των παιδιών είναι αποτέλεσμα συναισθηματικών φορτίσεων και άλυτων συναισθηματικών συγκρούσεων μέσα στην οικογένεια. Έτσι, επειδή, συνήθως, οι μαθητές αυτοί αντιμετωπίζουν απορριπτική και τιμωρητική στάση από την ίδια την οικογένειά τους, είναι απαραίτητο, όπως αναφέρεται στον Κουρκούτα (2011), οι γονείς να αποκτήσουν περισσότερη ενσυναίσθηση για τα προβλήματα και τις δεξιότητές του παιδιού τους και να αλλάξουν τις στάσεις και τις προσδοκίες τους απέναντί του. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως η αλλαγή στην αρνητική εικόνα που έχουν οι γονείς για το παιδί και η αποδοχή του, θα μπορούσε να οδηγήσει στην τροποποίηση της αρνητικής αυτοεικόνας του και την ενίσχυση της θετικής, με αποτέλεσμα να υιοθετήσει σταδιακά μια συμπεριφορά με περισσότερο αυτοέλεγχο.
Ωστόσο, μια ολοκληρωμένη παρέμβαση θα πρέπει να υποστηρίζει και το έργο των εκπαιδευτικών, μέσα από τη συνεργασία με μια διεπιστημονική ομάδα από ψυχολόγους, συμβούλους και ειδικούς παιδαγωγούς. Όμως, η απουσία εξειδικευμένου συμβουλευτικού προσωπικού στα σχολεία, μεταθέτει το βάρος στους εκπαιδευτικούς, που θα πρέπει να λαμβάνουν διαρκή εκπαίδευση για να ανταποκριθούν στο σύνθετο ρόλο τους. Ένα ρόλο που είναι απαραίτητο να έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα και να ενσωματώνει αποτελεσματικούς τρόπους παρέμβασης (Κουρκούτας, 2011).
Περισσότερα, παρακάτω, εναλλακτικά, επιλέξτε την παραπάνω εικόνα:
Συγγραφή / Επιμέλεια: Γεωργία Κίτσου