Η παιδαγωγική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών (Τ.Π.Ε.) στην εκπαίδευση
Οι σύγχρονες θεωρητικές και παιδαγωγικές προσεγγίσεις υποστηρίζουν τις κοινωνικο - εποικοδομικές και κοινωνικο - πολιτιστικές μεθόδους διδασκαλίας και μάθησης με την αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. Τέτοιες μέθοδοι διδασκαλίας βασίζονται στη «συνεργατική διερευνητική διδασκαλία» μέσα στην τάξη καθώς και στη συνεργασία διαφορετικών τάξεων ή σχολείων. Σύμφωνα με τη συνεργατική διδασκαλία, η μάθηση θεωρείται αποτελεσματική, όταν αξιοποιούνται οι εμπειρικο - βιωματικές γνώσεις των μαθητών και εξασφαλίζονται η συνεργασία και η αλληλοϋποστήριξη στο πλαίσιο τόσο της τάξης όσο και των διαφόρων ομάδων. Για να διαμορφωθεί ένα τέτοιο περιβάλλον, οι μαθητές είναι απαραίτητο να συνεργάζονται και να βοηθάει ο ένας τον άλλον, παρέχοντας, ταυτόχρονα, αμοιβαία ανατροφοδότηση στην ατομική και ομαδική τους προσπάθεια (ΟΕΠΕΚ, 2012).
Οι διδακτικές στρατηγικές που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου μαθησιακού περιβάλλοντος είναι οι παρακάτω:
Ωστόσο, στην εποχή μας, οι διαδικτυακές εφαρμογές και οι ασύρματες επικοινωνίες αλλάζουν το τοπίο της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και δημιουργούν νέα πεδία επικοινωνίας και συνεργασίας. Έτσι, στην εκπαιδευτική πράξη, εκτός από τον Η/Υ και το εκπαιδευτικό λογισμικό, προστίθενται το δίκτυο υπολογιστών με την ποικιλία εφαρμογών του. Σε αυτή την κατεύθυνση οδήγησαν, οι ολοένα και πιο φιλικές εφαρμογές του διαδικτύου, οι οποίες προωθούν, την υποστηριζόμενη από υπολογιστές, Συνεργατική Μάθηση. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας αυτής, οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και μπορούν να δημιουργηθούν κοινότητες μάθησης που υποστηρίζονται από τις Τ.Π.Ε. Οι κοινότητες αυτές είναι γνωστές ως «ηλεκτρονικές κοινότητες μάθησης» και συμπεριλαμβάνουν πολλά και διαφορετικά εκπαιδευτικά και μαθησιακά περιβάλλοντα που στηρίζονται στην αλληλεπίδραση και τη συνεργασία (Αβούρης & Κόμης, 2003). Συνεπώς, ο Η/Υ, στις μέρες μας, μέσω των εφαρμογών του μετατρέπεται από γνωστικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στην εκπαιδευτική πράξη, σε εργαλείο για τη διαχείριση πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας. Αυτό επιτυγχάνεται, αξιοποιώντας τη δικτυακή και την υπερμεσική τεχνολογία σε ομαδο - συνεργατικό πλαίσιο (Φραγκάκης, 2008).
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι υπάρχει μια πληθώρα από διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις παιδαγωγικής αξιοποίησης υπολογιστικών περιβαλλόντων και συστημάτων μάθησης. Κάθε μια από αυτές μπορεί να αξιοποιηθεί από έναν εκπαιδευτικό, ανάλογα με το φιλοσοφικό και παιδαγωγικό του υπόβαθρο καθώς και, σύμφωνα, με τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών του (ΟΕΠΕΚ, 2012).
Εντούτοις, δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις θεωρίες και στις διδακτικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, η διδασκαλία με χρήση των Τ.Π.Ε., η οποία ακολουθεί τη συμπεριφορική προσέγγιση, παρόλο που έχει κατηγορηθεί για το δασκαλοκεντρικό χαρακτήρα της, θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία σε μαθητές με ειδικές ανάγκες (ΟΕΠΕΚ, 2012). Ο λόγος είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές, η ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς θεωρείται αποτελεσματική για τη μάθηση (Κασσωτάκης & Φλουρής, 2006). Όσον αφορά τις κοινωνικο - γνωστικές εποικοδομητικές μορφές διδασκαλίας, μπορούν να αξιοποιηθούν στα πλαίσια μιας «στοχαστικοκριτικής διδασκαλίας», με στόχο την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και την «αυτοπραγμάτωση» του ατόμου. Στην περίπτωση αυτή, τα μαθησιακά υπολογιστικά περιβάλλοντα θα πρέπει να πραγματεύονται πραγματικά προβλήματα από την καθημερινή ζωή των μαθητών και το κοινωνικό τους πλαίσιο. Προϋπόθεση, όμως, είναι η μάθηση να συντελείται μέσω «ομαδο -συνεργατικών μεθόδων» επίλυσης προβλημάτων, με σύνδεση της εκπαιδευτικής και μαθησιακής διαδικασίας με την κοινωνική δράση (Μακράκης, 1998α; Μακράκης, 1998β).
Τέλος, είναι σημαντικό η διδασκαλία με αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. να προωθεί γνωστικές και μεταγνωστικές διαδικασίες και να προσφέρει ανατροφοδότηση και αναστοχασμό στους μαθητές, στοχεύοντας στη βελτίωση και στην εξέλιξη της προσωπικότητάς τους, στα πλαίσια μιας δια βίου εκπαίδευσης.
Περισσότερα, παρακάτω:
Οι διδακτικές στρατηγικές που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου μαθησιακού περιβάλλοντος είναι οι παρακάτω:
- Να προωθεί το διάλογο και να δίνει ευκαιρίες σε όλους τους μαθητές να εκφραστούν στο μάθημα των Τ.Π.Ε.
- Να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις εμπειρικο - βιωματικές απόψεις των μαθητών
- Να συνδέει τη γλώσσα ορολογίας των Τ.Π.Ε. με την καθομιλουμένη.
- Να προάγει τη διερεύνηση και την ανακάλυψη της γνώσης.
Ωστόσο, στην εποχή μας, οι διαδικτυακές εφαρμογές και οι ασύρματες επικοινωνίες αλλάζουν το τοπίο της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και δημιουργούν νέα πεδία επικοινωνίας και συνεργασίας. Έτσι, στην εκπαιδευτική πράξη, εκτός από τον Η/Υ και το εκπαιδευτικό λογισμικό, προστίθενται το δίκτυο υπολογιστών με την ποικιλία εφαρμογών του. Σε αυτή την κατεύθυνση οδήγησαν, οι ολοένα και πιο φιλικές εφαρμογές του διαδικτύου, οι οποίες προωθούν, την υποστηριζόμενη από υπολογιστές, Συνεργατική Μάθηση. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας αυτής, οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και μπορούν να δημιουργηθούν κοινότητες μάθησης που υποστηρίζονται από τις Τ.Π.Ε. Οι κοινότητες αυτές είναι γνωστές ως «ηλεκτρονικές κοινότητες μάθησης» και συμπεριλαμβάνουν πολλά και διαφορετικά εκπαιδευτικά και μαθησιακά περιβάλλοντα που στηρίζονται στην αλληλεπίδραση και τη συνεργασία (Αβούρης & Κόμης, 2003). Συνεπώς, ο Η/Υ, στις μέρες μας, μέσω των εφαρμογών του μετατρέπεται από γνωστικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στην εκπαιδευτική πράξη, σε εργαλείο για τη διαχείριση πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας. Αυτό επιτυγχάνεται, αξιοποιώντας τη δικτυακή και την υπερμεσική τεχνολογία σε ομαδο - συνεργατικό πλαίσιο (Φραγκάκης, 2008).
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι υπάρχει μια πληθώρα από διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις παιδαγωγικής αξιοποίησης υπολογιστικών περιβαλλόντων και συστημάτων μάθησης. Κάθε μια από αυτές μπορεί να αξιοποιηθεί από έναν εκπαιδευτικό, ανάλογα με το φιλοσοφικό και παιδαγωγικό του υπόβαθρο καθώς και, σύμφωνα, με τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών του (ΟΕΠΕΚ, 2012).
Εντούτοις, δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις θεωρίες και στις διδακτικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, η διδασκαλία με χρήση των Τ.Π.Ε., η οποία ακολουθεί τη συμπεριφορική προσέγγιση, παρόλο που έχει κατηγορηθεί για το δασκαλοκεντρικό χαρακτήρα της, θα μπορούσε να εφαρμοστεί με επιτυχία σε μαθητές με ειδικές ανάγκες (ΟΕΠΕΚ, 2012). Ο λόγος είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές, η ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς θεωρείται αποτελεσματική για τη μάθηση (Κασσωτάκης & Φλουρής, 2006). Όσον αφορά τις κοινωνικο - γνωστικές εποικοδομητικές μορφές διδασκαλίας, μπορούν να αξιοποιηθούν στα πλαίσια μιας «στοχαστικοκριτικής διδασκαλίας», με στόχο την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και την «αυτοπραγμάτωση» του ατόμου. Στην περίπτωση αυτή, τα μαθησιακά υπολογιστικά περιβάλλοντα θα πρέπει να πραγματεύονται πραγματικά προβλήματα από την καθημερινή ζωή των μαθητών και το κοινωνικό τους πλαίσιο. Προϋπόθεση, όμως, είναι η μάθηση να συντελείται μέσω «ομαδο -συνεργατικών μεθόδων» επίλυσης προβλημάτων, με σύνδεση της εκπαιδευτικής και μαθησιακής διαδικασίας με την κοινωνική δράση (Μακράκης, 1998α; Μακράκης, 1998β).
Τέλος, είναι σημαντικό η διδασκαλία με αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. να προωθεί γνωστικές και μεταγνωστικές διαδικασίες και να προσφέρει ανατροφοδότηση και αναστοχασμό στους μαθητές, στοχεύοντας στη βελτίωση και στην εξέλιξη της προσωπικότητάς τους, στα πλαίσια μιας δια βίου εκπαίδευσης.
Περισσότερα, παρακάτω:
Συγγραφή / Επιμέλεια: Γεωργία Κίτσου
Η Διερεύνηση των παραγόντων εκείνων που αποτρέπουν τους εκπαιδευτικούς από το να αξιοποιήσουν υπολογιστές και άλλα νέα τεχνολογικά μέσα, στο χώρο εργασίας τους
Στην εποχή μας, ο Η/Υ αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο, όχι μόνο επεξεργασίας πληροφοριών, αλλά και επικοινωνίας, αφού υπάρχει η δυνατότητα σύνδεσης με άλλα ηλεκτρονικά δίκτυα και τεχνολογικά μέσα. Επίσης, η αλληλεπίδραση του Η/Υ με το άτομο είναι άμεση και ενεργητική, ενώ η αξιοποίησή του στην εκπαιδευτική διαδικασία, δημιουργεί ένα πλούσιο σε ερεθίσματα και πληροφορίες, δυναμικό, μαθησιακό περιβάλλον, οδηγώντας το μαθητή στην αυτοανακάλυψη της γνώσης. |
Ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό των εκπαιδευτικών αρνείται να ενσωματώσει τους Η/Υ στη διδακτική πράξη. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να σχετίζονται με το επίπεδο γνώσεων, εμπειρίας και κατά επέκταση της αυτοπεποίθησής τους σε αυτόν τον τομέα. Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι αποτρεπτικοί παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν, αποκλειστικά, με το διδακτικό προσωπικό, αλλά αφορούν το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως είναι: η έλλειψη υλικοτεχνικών υποδομών ή η ανυπαρξία επιμορφωτικών προγραμμάτων, με σκοπό την ενημέρωση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών, καθώς, επίσης, και η πολιτική της ηγεσίας του εκάστοτε σχολείου που ανήκει ο εκπαιδευτικός και στο κατά πόσο αυτή υποστηρίζει ή όχι την ένταξη των Τ.Π.Ε. στη διδασκαλία. Στη συνέχεια, μέσω της ερευνητικής αυτής προσπάθειας, θα μελετηθούν, διεξοδικά, οι παραπάνω λόγοι. Για περισσότερα, επιλέξτε την παραπάνω εικόνα.
Συγγραφή / Επιμέλεια: Γεωργία Κίτσου